αἰθεριβόσκας

αἰθεριβόσκας
αἰθεριβόσκας, ,
A feeding on ether, Cerc.1.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰθεριβόσκας — αἰθεριβόσκᾱς , αἰθεριβόσκας feeding on ether masc acc pl αἰθεριβόσκᾱς , αἰθεριβόσκας feeding on ether masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθεροβόσκας — αἰθεροβόσκας ή αιθεριβόσκας ου, ο (Α) αυτός που βόσκει, επομένως ζει στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + βόσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”